Η ΚΟΥΒΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΠΟΥ Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΤΙ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΙΧΕ Η ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ.
Την πρώτη επαφή εννοιολογικά με την Κούβα την είχα σε ηλικία 6 ετών, όπου σε ένα μικρό καρτελάκι - δώρο από σοκολάτα απεικονιζόταν η σημαία της και από κάτω μια κοπέλα με μακριές γάμπες που χόρευε ρυθμικά.
Στα στοιχεία πίσω από το καρτελάκι ανέφερε ότι είναι ένα νησί που έμοιαζε με αλιγάτορα, περίπου τόσο μεγάλο και τόσο μακρύ, όσο η χώρα μας. Επίσης, με τον ίδιο πληθυσμό και έναν πρόεδρο που τον έλεγαν Μπατίστα.
Το καρτελάκι αυτό μου έτυχε πολλές φορές και ανταλλάχτηκε με άλλα της σειράς, πάλι με σημαίες λατινοαμερικάνικες, που ήταν και οι πιο περιζήτητες για τους μικρούς συλλέκτες.
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο μαθαίναμε τότε την γεωγραφία, τις αρετές και τα προϊόντα αυτών των μακρινών για εμάς, ακόμα και στα όνειρα, χωρών.
Που και πού συμπληρωνόντουσαν οι θεωρητικές εικόνες από τα χρώματα κάποιας πληροφορίας κάποιου φιλομαθούς διδασκάλου ή ναυτικού, έτσι ώστε να εμπλουτίζεται ακόμη περισσότερο η φαντασία μας. Ένα παρέμενε αναμφισβήτητο, ότι στις χώρες αυτές κυριαρχούσαν τα ζωηρά χρώματα, το ταπεραμέντο, ο χορός και η μουσική.
Μετά την επανάσταση στην Κούβα, μεγαλώνοντας πια και με περισσότερο πολιτικοποιημένα ενδιαφέροντα, η έξαψη των χρωμάτων στο μυαλό έγινε ακόμη πιο έντονη.
Ώσπου ήρθε η ώρα της επίσκεψης και της σύγκρουσης. Την πρώτη φορά που πήγα στην Αβάνα είχε πυκνό σκοτάδι, λίγα φώτα και έβρεχε κατακλυσμιαία. Από ένα μπαλκόνι έβλεπα ένα σκοτεινό τίποτα και δεν μπορούσα να καταλάβω που χώραγε αυτό που πάντα διάβαζα και άκουγα ότι «Στην Αβάνα τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ».
Τις υπόλοιπες μέρες της παραμονής, αν και κατά χρονικές περιόδους η πόλη λουζόταν στον ήλιο, εντυπώσεις και βιώματα παρέμεναν γκρίζα. Δεν χώραγε στο νεανικό τότε μυαλό μου ότι μπορούσε να υπάρχει πιο καταπιεσμένη, δυστυχισμένη και σκούρα χώρα από την δική μου. Το μόνο που έβρισκα παρόμοιο με την Ελλάδα και μοναδικό, για ότι αφορά τις υπόλοιπες χώρες που γνώριζα, ήταν οι εκρήξεις κεφιού και οι χοροί της Σάμπα μόλις μαζευόντουσαν 5-6 Κουβανοί γύρω από μια κιθάρα και χόρευαν Σάμπα.
Περίεργο, αλλά, δεν μου φάνηκε ξένο. Μου θύμιζε την πατρίδα μου, όπου φτωχοί άνθρωποι στις ταβέρνες σε μουσική έκσταση χόρευαν ζεϊμπέκικο. Η σκέψη αυτή με έβγαζε λίγο από το γκρίζο, αλλά, σε καμία περίπτωση δεν με έφερνε στα φωτεινά χρώματα που είχα στην μνήμη μου.
Τα χρώματα αυτά,, που πρώτη φορά τα συνάντησα στις παιδιατρικές κλινικές του νοσοκομείου με τα πολύχρωμα καρεκλάκια, της πλουμιστές κουρτίνες στα παράθυρα και του κάθε χρώματος παιδικά παιχνίδια. Παρακολουθώντας την ευρωπαιδιατρική εξέλιξη εκεί διαπίστωσα ότι ήταν το μόνο τμήμα που ανταποκρινόταν στα παιδικά μου όνειρα για αυτήν την χώρα.
Φεύγοντας, δεν θέλησα ποτέ να αναλύσω τις εμπειρίες μου και τις αναμνήσεις από την Κούβα, ίσως γιατί την αγάπησα τόσο πολύ, που δεν ήθελα να κουβαλώ διπλά τραύματα. Αυτά της χώρας μου και αυτά της Κούβας, που τόσο μου άρεσε. Την θυμόμουν απλώς σαν καλειδοσκόπιο με φανταχτερά και γκρίζα χρώματα εναλλάξ.
Κάποια στιγμή είδα ένα φιλμ, συγκεκριμένα το «Είναι στην Κούβα» του Κολάτοζοφ με οπερατέρ του Ουρουσέφσκι και οι δύο μορφές από τον παλιό καλό ρωσικό κινηματογράφο, που προσπαθούν να σκιαγραφήσουν την Κούβα στις αρχές του ‘60 λίγο μετά την επανάσταση.
Εκεί είδα με απέραντη ικανοποίηση στην οθόνη όλες εκείνες τις εικόνες, που είχα καταγράψει, αλλά, δεν πρόλαβα να βιώσω και αισθάνθηκα ενσυνείδητα πλέον αυτά που ασυνείδητα με πλήγωναν ή με ευχαριστούσαν. Κατάλαβα ότι με εξαίρεση τα βιώματά μου από τις παιδιατρικές κλινικές των νοσοκομείων της Αβάνας, κατά τα άλλα, το «Είναι η Κούβα» είναι αυτό που κουβαλούσα εγώ για την Κούβα μέσα μου.

0 Comments:

Post a Comment



Δημοφιλείς αναρτήσεις

 

© 2006 | Blogger Templates by GeckoandFly modified and converted to Blogger by Blogcrowds.