Το πάρκινσον και οι παρκινσιονικές διαταραχές είναι πεποίθηση ότι είναι μια ασθένεια των ηλικιωμένων και πράγματι, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εμφανίζεται μετά τα 65 με χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως είναι το διακοπτόμενο και δύσκολο βάδισμα, η έλλειψη ευπλασίας στις κινήσεις, ο τρόμος των χειρών ή το ανέκφραστο του προσώπου και η υπερλειτουργεία των σμηγματογόνων αδένων.
Βέβαια, όλα αυτά είναι μια εικόνα συνηθισμένη σε αυτήν την ηλικία και όλοι οι γιατροί που θα το διαπιστώσουν αρχίζουν άμεσα μια αγωγή με τα λεγόμενα αντιπαρκινσιονικά φάρμακα και συνεδρίες φυσικοθεραπείας. Η αρρώστια εξελίσσεται ανάλογα με την αγωγή αργά, προοδευτικά, ανεβαίνουν τα συμπτώματα και πρέπει ο ασθενής να προσαρμόζεται στην νέα κατάσταση.
Αρκετές φορές δε, όταν τα πράγματα οδηγούνται σε αδιέξοδο, υπάρχει και η λύση των στερεοτακτικών επεμβάσεων. Γενικά, το πάρκινσον είναι ένα πρόβλημα-ασθένεια της τρίτης ηλικίας και μέχρι τώρα αντιμετωπιζόταν έτσι.
Σε μερικές κληρονομικές μορφές, καθώς, και σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων με χρήση τοξικών ουσιών ή διάφορων ρύπων, καθώς, επίσης, και σε κληρονομικές περιπτώσεις εμφανίζεται το λεγόμενο νεανικό ή ιδιοπαθές πάρκινσον. Πρόκειται για μια εξωπυραμιδική διαταραχή, διαφέρει, όμως, από το πάρκινσον των ηλικιωμένων στο ότι προσβάλλει νέους ανθρώπους και ασυμμετρικά.
Από την μια πλευρά του σώματος τα άκρα και το ήμισυ του προσώπου εμφανίζουν πιο έντονη παρκινσιονική συμπτωματολογία από την άλλη πλευρά. Στην περίπτωση του νεανικού ή ιδιοπαθούς πάρκινσον, η ανάγκη της έγκαιρης διάγνωσης και της άμεσης θεραπείας είναι απολύτως απαραίτητη, διότι, σε αντίθεση με το πάρκινσον των ηλικιωμένων, είναι πιο γρήγορη η συμπτωματολογία τους.
Η τακτικότερη εμφάνισή του τον τελευταίο καιρό αποδίδεται στο έντονο κοινωνικό στρες, στην μεγάλη κοινωνική πίεση και στις διαφοροποιημένες συνθήκες ζωής και διατροφής.
Παρ’ όλες τις νέες θεραπευτικές μεθόδους, μεταξύ των οποίων και ο μαγνητικός εν τω βάθει ερεθισμός, παρατηρείται στο νεανικό πάρκινσον ουσιαστική βελτίωση πολύ σπάνια. Κλινικά, επιδιώκεται κατά πρώτο λόγο η παρεμπόδιση εξέλιξης της νόσου και η σταθεροποίηση της κλινικής εικόνας.
Μετά από αυτό, βέβαια, είναι αναγκαίος ένας εκτενής βιοχημικός και νευρολοφυσιολογικός έλεγχος, προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση και η ένταση της βλάβης, ώστε να τύχει της ανάλογης αντιμετώπισης.

0 Comments:

Post a Comment



Δημοφιλείς αναρτήσεις

 

© 2006 | Blogger Templates by GeckoandFly modified and converted to Blogger by Blogcrowds.