Στα καφενεία όταν κάποιοι παίζουν παράνομα τυχερά παιχνίδια με την τράπουλα, είθισται το καφενείο κάθε τόσο από το ποσό που είναι συγκεντρωμένο πάνω στο τραπέζι να ανασύρει ένα κομμάτι, ένα ποσοστό γύρω στο 10%, που εξυπηρετεί τις ανάγκες του χώρου. Αυτή η όλη κίνηση χαρακτηρίζεται και είναι γνωστή μεταξύ των χαρτοπαικτών ως «γκανιότα».
Θεωρείται δε η γκανιότα μια απόλυτη λογική συνέχεια του παιχνιδιού, γιατί πάνω από όλα πρέπει να συντηρηθεί ο χώρος στον οποίο γίνονται οι συναλλαγές, εν προκειμένω, χαρτοπαικτικές.
Κάτι ανάλογο είναι και οι επενδυτικές τράπεζες. Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες, οι επενδυτικές έχουν μία λογική γκανιότας, που προσφέρει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών: αγοράζει – πουλάει μετοχές ή ομόλογα για λογαριασμό πελατών, προσφέρει υπηρεσίες συμβούλου σε εταιρείες, πραγματοποιεί συναλλαγές ιδίων κεφαλαίων, και είναι πάντα κερδισμένη, γιατί από όλα αυτά παίρνει μια συμμετοχή, τη δική της γκανιότια.
Οι λεγόμενες επενδυτικές τράπεζες εμφανίστηκαν πριν από πολλά χρόνια. Μία τέτοια είναι η Μόργκαν Στάνλευ, η Λέμαν, η Γκόλντμαν Σακς, η Μέριλ Λινκ. Δηλαδή, είναι οι μεγάλες τράπεζες που βλέπουμε να φαληρίζουν ή η μία μετά την άλλη να απορροφώνται από τις εμπορικές τράπεζες και να αποτελούν σιγά – σιγά παρελθόν.
Αυτές οι τράπεζες προέκυψαν κατά κύριο λόγο μετά το οικονομικό κραχ του 1929 στην Αμερική, όπου πλέον δεν υπήρχαν χρήματα, και άρχισαν να παίζουν με το λεγόμενο «Μάρτζινγκ», που σημαίνει δανεισμό. Δηλαδή, για να συνεχίσουν να παίρνουν τη γκανιότα αναγκάζονταν ή επεδίωκαν στον πανικό και στην επιιθυμία κέρδους από εθισμένους πελάτες, μεγαλομετόχους, ή από άλλες τράπεζες ή γενικώς, παίκτες, να παίρνουν κεφάλαια, αληθινά ή υπό υπόσχεση, ή ανταλλαγές με άλλα είδη, προκειμένου να μπορούν να εισπράξουν τη γκανιότα.
Αυτό, βέβαια, και με έναν απλό λογισμό ή μια απλή σκέψη έπρεπε να προβλεφθεί ότι κάποτε θα είχε ένα τέλος. Στον πανικό, όμως, και στον εθισμό που κυριαρχούσε όλα αυτά τα χρόνια, και κατά κύριο λόγο, στην ανάγκη για να βγάλουν πολλά, έπρεπε να εκμεταλλευθούν τον πανικό των πελατών. Αυτές οι τράπεζες άνθιζαν σε εποχές κρίσης.
Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή που τα κεφάλαια είχαν ξεφύγει πάρα πολύ, δηλαδή, το ποσό στο τραπέζι «χόντραινε» πολύ, αλλά τα λεφτά δεν ήταν κανενός, διότι ο ένας δάνειζε τον άλλον, ήρθε η ώρα να «παίξουν τα ρέστα τους». Αυτό ήταν με τα κεφάλαια υψηλού ρίσκου κατοικιών, τα λεγόμενα «σαπράιμ». Εκεί πέρα, όλες αυτές οι τράπεζες δανείστηκαν από παντού και έβαλαν στο τραπέζι τα «ρέστα» τους.
Ακριβώς αυτή τη στιγμή και από οικονομικές συγκυρίες και από υγιή αντίληψη κάποιων ελέγχων, π.χ. των Ευρωπαίων, βρέθηκε ότι ο βασιλιάς είναι ο γυμνός. Υπήρχε, βέβαια, το αντικείμενο ‘κατοικία’, αλλά, οι αγοραστές ήταν επίπλαστοι. Έπαιζαν με λεφτά που είχαν δανειστεί από τράπεζες που είχαν δανειστεί από αλλού και το χρήμα δεν ήταν πλέον ρευστό, αλλά, είχε μια αόριστη έννοια.
Έτσι, λοιπόν, όταν εμφανίστηκαν τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι ήταν όλοι χαμένοι και έπρεπε να καλυφθεί το κενό. Το κενό είχε σαν αποτέλεσμα να αποσυρθούν όλοι αυτοί οι μεγάλοι κολοσσοί και να μην εμφανιστεί ξανά κανένας από αυτούς. Δηλαδή, ήρθε η ώρα των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Αμερικής και ξαναγυρίζουμε στη γνωστή εμπορική τραπεζιτική διαδικασία, όπου ο καθένας δανείζεται αυτά που μπορεί να γυρίσει πίσω και οι εγγυήσεις είναι αληθινές εγγυήσεις.
Το τελικό πλέον δίδαγμα είναι ότι δεν υφίσταται καμία ουσιαστική αγορά της νεοφιλελεύθερης νεοκαπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά, απλώς όλα είναι ένα παιχνίδια εγκεφαλικό, της αντίληψης, της νόησης, της διανόησης, του φόβου, του πανικού. Μπερδεμένα όλα αυτά μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο φέρνουν στο τέλος τον πανικό στον ύψιστο βαθμό, που γεννάει το αμόκ και την τάση φυγής, και βλέπουμε όλοι αυτό που εμείς ονομάζουμε παγκόσμιο κραχ και κρίση του καπιταλισμού.

0 Comments:

Post a Comment



Δημοφιλείς αναρτήσεις

 

© 2006 | Blogger Templates by GeckoandFly modified and converted to Blogger by Blogcrowds.